- λεπαστίς
- λεπαστίς, -ίδος, ἡ (Α)βλ. λεπαστή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεπαστή — Αγγείο μεγάλων διαστάσεων (είδος κύλικα), το οποίο χρησίμευε ως ποτήρι στα συμπόσια των αρχαίων Ελλήνων. Η λ., η οποία έχει μονόκογχο σχήμα, οφείλει την ονομασία της στο οστρακοειδές λεπάς, το οποίο διαθέτει μονόκογχο όστρακο. * * * λεπαστή ή… … Dictionary of Greek